- μαδαρότης
- μαδαρότης, -ητος, ἡ (Α) [μαδαρός]1. η ιδιότητα τού μαδαρού, η φαλακρότητα2. η πτώση τών τριχών τών βλεφάρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαδαρότης — baldness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδαρότητι — μαδαρότης baldness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)